- λικμώ
- (AM λικμῶ, -άω)λικμίζω, λιχνίζω («καθαροῡμεν τὸν σῑτον λικμῶντες», Ξεν.)αρχ.1. μτφ. διασκορπίζω κάτι σαν άχυρο («καὶ λικμήσω αὐτοὺς εἰς τὰς χώρας», ΠΔ)2. εξαφανίζω, καταστρέφω («ἐφ' ὅν δ' ἄν πέσῃ λικμήσει αὐτὸν», ΚΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λικμῶ, λίκνον < *νικμᾶν, *νίκνον, με ανομοίωση, < *nik-, μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *neik- «λιχνίζω σιτηρά» — στον τ. *νικμᾶν ανάγεται και το θ. -νικ-, που απαντά στον τ. εὐ<νι>κμητονεὐλίκμητον (Ησύχ.), καθώς και το υστερογενές ρ. ἰκμῶ «λιχνίζω» με σίγηση τού αρκτικού ν-. Στον Ησύχ. μαρτυρούνται επίσης οι γλώσσες: νεῖκλον και νίκλοντο λίκνον, νικλεῖνλικμᾶν, νεικλητήρλικμητήρ. Οι λ. λικμῶ, λίκνον συνδέονται πιθ. με λιθουαν. niekoju, λεττον. niēkat «λιχνίζω σιτάρι», ουαλ. nithio.ΠΑΡ. λίκμηση(-ις), λικμητήρ, λικμητής, λικμητικόςαρχ.λικμητός, λίκμητρα, λικμόςαρχ.-μσν.λικμήτωρ].
Dictionary of Greek. 2013.